μπεζαχτάς

μπεζαχτάς
ο
1. πρόχειρο τραπέζι που χρησίμευε ως ταμείο σε παντοπωλείο ή οινοπωλείο
2. συρτάρι όπου φύλαγε ο παντοπώλης τα κέρδη του, πρόχειρο χρηματοκιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bezahta].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπεζαχτάς — ο (λ. τουρκ.), το συρτάρι, το χρηματοκιβώτιο καταστήματος όπου φυλάγονται οι εισπράξεις μιας ημέρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”